κλειδοῦχος

κλειδοῦχος
κλειδοῦχος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλειδούχος — ο (AM κλειδοῡχος, ον, Α αττ. τ. κληδοῡχος, ον, δωρ. τ. κλᾳδοῡχος, ον) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κλειδούχος 1. αυτός που κρατά και φυλάει τα κλειδιά, κλειδοκράτης, κλειδοφύλακας 2. αυτός που έχει τη φροντίδα για τη φύλαξη ενός τόπου («Ἔρωτα …   Dictionary of Greek

  • κλειδούχος — ο, η 1. αυτός που κρατάει τα κλειδιά, κλειδοκράτης. 2. σιδηροδρομικός υπάλληλος που η υπηρεσία του είναι να χειρίζεται τα κλειδιά των τροχιών. 3. με τη φράση «κλειδούχος του παραδείσου» εννοείται ο άγιος Πέτρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλειδοῦχον — κλειδοῦχος masc/fem acc sg κλειδοῦχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληιδοῦχον — κλειδοῦχος masc/fem acc sg κλειδοῦχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλῃδοῦχον — κλειδοῦχος masc/fem acc sg κλειδοῦχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδοῦχε — κλειδοῦχος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδοῦχοι — κλειδοῦχος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδούχου — κλειδοῦχος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδούχους — κλειδοῦχος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδούχων — κλειδοῦχος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”